Όταν ο Σωκράτης έλεγε, ένα μόνο πράγμα γνωρίζω ότι τίποτα δε γνωρίζω, ήταν ακριβολόγος. Όπως ακριβώς και όσο ακριβώς ακριβολόγος είσαι και συ, τίμιε αναγνώστη, όταν λες δυο και δύο ίσον τέσσερα. Ή όταν λες η θάλασσα είναι θάλασσα, και ο Όλυμπος δεν είναι όχι Όλυμπος.
Το εν οίδα ότι ουδέν οίδα του Σωκράτη δεν είναι κουβέντα της ταπεινοφροσύνης και της γλυκερής σιγουριάς. Να χτυπήσουμε τάχα την υπεροψία της γνώσης και τη μέθη. Την αυθεντία του σοφού και τον εγωισμό του πνεύματος. Η αθώα άμυνα να γίνει στα χέρια μας όπλο της πονηρής επίθεσης. Κι όπως θα 'λεγε ο Καβάφης, με τα κουρέλια του Λαγίδη βασιλιά Πτολεμαίου Φιλομήτορα να παρουσιαστούμε στη Σύγκλητο της Ρώμης, σαν κακομοίρηδες και πτωχάνθρωποι, για να ζητιανέψουμε με πιο αποτέλεσμα.
Η πρόταση του Σωκράτη είναι κουβέντα γεωμετρική.
Για να κατανοήσουμε το νόημα της, χρειάζεται να λογαριάσουμε τέσσερα δεδομένα.
Πρώτο, ότι ο Σωκράτης μαζί με τους συνομιλητές του σε κάθε διάλογο του Πλάτωνα προσπαθούσε να ορίσει μία μόνο έννοια. Ποτέ δύο ή περισσότερες. Στο Λυσι, λ.χ. τι είναι φιλία, στο Χαρμίδη τι είναισωφροσύνη, στον Ενθύφρονα τι είναι ευσέβεια, στην Πολιτεία τι είναι δικαιοσύνη, στον Τίμαιο τι είναιφύση, και πάει λέγοντας.
Δεύτερο, ότι ο ορισμός μιας έννοιας είναι το πιο δύσκολο έργο του ανθρώπινου μυαλού.
Αυτό αποδείχνεται από το γεγονός ότι με τον Σωκράτη, που δοκίμασε να ορίσει τις έννοιες, ουσιαστικά αρχίζει η επιστήμη στην ιστορία του ανθρώπινου γένους.
Τρίτο, ότι, επειδή είναι ατέρμονα δύσκολος ο ορισμός της κάθε έννοιας, οι συζητητές ήταν ανάγκη να 'χουν αγάπη περισσή μεταξύ τους, να 'χουν ειλικρίνεια, καλή πίστη ο ένας στον άλλο, και εντιμότητα. Διαφορετικά κινδύνευαν να σφαχτούνε επάνω στη συζήτηση. Αυτό είναι εκείνο, που γέννησε τον πλατωνικό έρωτα. Τον αναγκαίο όρο για κάθε διάλογο.(Πλατωνικός Έρωτας:Όποιος διακατέχεται από την θεία αυτή μανία του Έρωτα, αγαπά το ωραίο, είτε είναι μια ευγενική και καλοκαμωμένη ψυχή που η δροσιά της μαγεύει είτε σώμα, ή πρόσωπο, ή ένα ωραίο τοπίο, ή ένα ωραίο λουλούδι ή μουσική, ή ένας αξιόλογος ζωγραφικός πίνακας, ή ένας λόγος, που ακούει ή διαβάζει, μεστός από φιλοσοφικές αλήθειες κλπ.
Γιατί αγαπά το ωραίο;
Γιατί η ψυχή έχει στην προτέρα της ζωή αντικρύσει την Απόλυτη Ομορφιά.)
Και τέταρτο, ότι όλοι σχεδόν οι διάλογοι του Πλάτωνα τελειώνουν, χωρίς να κατορθώνουν οι συζητητές να ορίσουν την έννοια στην απόλυτη ακρίβεια της. Όπως, καλή μας ώρα κι εμείς, δεν ημπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι και απόλυτα στο τι είναι έρωτας, τι είναι αρετή, τι είναι δημοκρατία, τι είναι Ελευθέριος Βενιζέλος, και πάει λέγοντας.Έλεγε λοιπόν ο Σωκράτης.
-Λύσι, ξέρεις τι είναι φιλία;
-Και βέβαια ξέρω. Εσύ δεν ξέρεις;
-Όχι.
-Με κοροϊδεύεις τώρα;
-Δε σε κοροϊδεύω, Λύσι. Και έλεγε πάλι.
-Ευθύφρονα, ξέρεις τι είναι ευσέβεια;
-Και βέβαια ξέρω. Εσύ δεν ξέρεις;
-Όχι.
-Με δουλεύεις τώρα;
-Δε σε δουλεύω Ευθύφρονα. Μάρτυς μου ο Δίας. Και έλεγε ακόμη
-Θρασύμαχε, ξέρεις τι είναι δικαιοσύνη;
-Και βέβαια ξέρω. Δικαιοσύνη είναι το συμφέρο του ισχυρότερου.
-Γιατί, εσύ δεν το 'ξερες Σωκράτη;
- Όχι.
- Μη με κογιονάρεις, κουζουλέ, γιατί θα θυμώσω. Και σα θυμώσω, θα σε βάλω να ξουρίσεις το λιοντάρι χωρίς σαπουνάδα.
Ο Σωκράτης όμως δεν έπαιζε με τους συνομιλητές του. Παραδέχεται από την αρχή και καθαρά ότι δε γνωρίζει την έννοια. Ενώ όλοι οι άλλοι ισχυρίζουνται ότι τη γνωρίζουν. Το αποτέλεσμα ήταν να πιστεύουν ότι τους ειρωνεύεται. Εκείνος όμως έλεγε την αλήθεια. Τη φτωχή και την αφτιασίδωτη. Τη μία αλήθεια. Ύστερα τους παρακαλούσε να τον μάθουν.
- Και σα με μάθετε, θα σας χρωστώ μεγάλη χάρη, τους έλεγε. Εικόνισμα θα σας κρεμάσω στη σάλα του σπιτιού μου. Τότε εκείνοι του εξηγούσαν, φιλία είναι αυτό, δικαιοσύνη είναι αυτό, έρωτας είναι αυτό. Και πάει λέγοντας. Στη συνέχεια, για να καταλάβει καλύτερα ο Σωκράτης, έμπαινε στις λεπτομέρειες.- Υπάρχει, λ.χ., φιλία, ρωτούσε, και σε δύο γαϊδάρους, που βόσκουν μαζί όλη μέρα στο λειβάδι; Υπάρχει φιλία στην πεταλούδα και στη φλόγα του λύχνου, που συνέχεια γυρίζει γύρω τριγύρω της, όπως ο Ρωτόκριτος στα παράθυρα της Αρετής;
Εσίμωσ' ο Ρωτόκριτος, στο παραθύρι, απλώνει, κι αγαλινά και σιγανά ποιος είναι φανερώνει. Μ ε ταπεινότη η Αρετή τρέμοντας 'πιλογάται, με μια φωνή έτσι δαμινή που δεν καλογροικάται. Μια ώρα στέκ' ακίνητοι και τα πολλά που χώνα, εχάσαν τα, σον φαίνεται, την ώρα που σιμώνα. Ήτρεμ' εκείνη εις μια μερά, κι εκείνος εις την άλλη.
Έχουν, ερωτούσε τον Ευθύφρονα, την ίδια ευσέβεια ένας μουσουλμάνος κι ένας χριστιανός; Και γιατί τότε σφάζουνται; Και ποιοι είναι πιο ευσεβείς από τα δύο κοπάδια τους πιστούς, που σκυλοτρώγουνται χρόνια τώρα στις στάνες της Λάρισας;
Οι θεολογιανοί κριοί, ή οι ιγνατιανοί τράγοι;
Εκεί ήταν που τους μπέρδευε. Έχαναν τη ροή των συλλογισμών τους. Έτσι τους υποχρέωνε σιγά σιγά, να ανακαλέσουν τον αρχικό ορισμό που είχαν δώσει στην έννοια. Και στο τέλος, «στενεμένοι από τες ερώτησες του ανδρός», και κάτω από την αμείλικτη δύναμη της επαγωγικής μεθόδου, καθαρά μαθηματικά δηλαδή, τους έφερνε στη δεινή θέση να παραδεχτούν ότι, ενώ νόμιζαν στην αρχή ότι ξέρουν, τώρα η συζήτηση έδειξε ότι δεν ξέρουν. Τότες ο Σωκράτης έλεγε:
- Εσείς πιστεύατε ότι γνωρίζετε την έννοια, και η συζήτηση έδειξε ότι δεν τη γνωρίζετε.
Ούτε τη γνωρίζετε δηλαδή, ούτε εγνωρίζατε ότι δεν τη γνωρίζετε.
Εγώ, απέναντι, επίστευα ότι δε γνωρίζω την έννοια, και η συζήτηση έδειξε ότι πράγματι δεν τη γνωρίζω. Ναι δε γνωρίζω, αλλά εγνώριζα ότι δε γνωρίζω. Εκεί που εσείς δεν εγνωρίζατε ότι δεν γνωρίζετε την έννοια, εγώ εγνώριζα ότι δεν τη γνωρίζω.
Μ' ένα λόγο, εσείς δεν γνωρίζετε τίποτα. Ενώ εγώ γνωρίζω ένα, ότι δε γνωρίζω τίποτα.
Έτσι. Με τρόπο γεωμετρικό, για όλους μας δηλαδή υποχρεωτικό σε παραδοχή, κερδήθηκε η πιο μεγάλη πρόταση, που ξεχώρισε τον άνθρωπο από το ζώο. «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα».
ΓΚΕΜΜΑ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ (Απόσπασμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.